πρόωροι

πρόωροι
πρόωρος
before the time
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • AHORI — Graecis Α῎ωροι, iuvenes dicti sunt, quos ante tempus mors im matura rapit, ut fructus qui acerbi adhuc et immites avelluntur. Babrius, Τὸν Ι῎τυν ἄωρον ενπεσόντα τῆς ζωῆς. Aliter πρόωροι, quod πρὸ ὥρας obeant; cum πρὸ μοίρας dicantur θανεῖν, qui… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ινομυώματα — Καλοήθεις όγκοι της μήτρας που αποτελούνται από τους δύο θεμελιώδεις ιστούς, τον συνδετικό και τον μυϊκό. Συνιστούν τους πιο συνηθισμένους όγκους του γεννητικού συστήματος. Ανάλογα με το μέγεθος και τη θέση του ι. προκαλούνται αυτόματες αποβολές …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”